1 εγκαταλεγω
(λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν Thuc.)
(τέχνην τινὰ ταῖς ἄλλαις τέχναις Luc.)
(τινά Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > εγκαταλεγω